Παλαιολογόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παλαιολογόπουλος | οι | Παλαιολογόπουλοι & Παλαιολογοπουλαίοι1 |
γενική | του | Παλαιολογόπουλου & Παλαιολογοπούλου |
των | Παλαιολογόπουλων2 & Παλαιολογοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Παλαιολογόπουλο | τους | Παλαιολογόπουλους3 & Παλαιολογοπουλαίους |
κλητική | Παλαιολογόπουλε | Παλαιολογόπουλοι & Παλαιολογοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παλαιολογοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παλαιολογοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παλαιολογόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιολογόπουλος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολογοπούλου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παλαιολογόπουλος < Παλαιολόγ(ος) + -όπουλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιολογόπουλος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολογίνα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Palaeologopoulos
Πηγές
επεξεργασία- Παλαιολογόπουλος - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)