Παλαιολογίνα
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παλαιολογίνα < Παλαιολόγ(ος) + -ίνα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιολογίνα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Παλαιολογίνα - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)