Ετυμολογία

επεξεργασία
Παλαιολόγου < γενική ενικού του αρσενικού Παλαιολόγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.le.oˈlo.ɣu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐λό‐γου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παλαιολόγου θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Παλαιολόγου αρσενικό



  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Παλαιολόγου αρσενικό