Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαρωνίτης οι Μαρωνίτες
      γενική του Μαρωνίτη των Μαρωνιτών
    αιτιατική τον Μαρωνίτη τους Μαρωνίτες
     κλητική Μαρωνίτη Μαρωνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Μαρωνίτης < κλασική συριακή ܡܖ̈ܘܢܝܐ (Marunoye), ή/και την αραβική مَارُونِيّ‎ (mārūniyy). Μορφολογικά αναλύεται σε Μάρων / Μάρων(ας) + -ίτης.
• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαρωνίτης αρσενικό (θηλυκό Μαρωνίτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαρωνίτης οι Μαρωνίτηδες
      γενική του Μαρωνίτη* των Μαρωνίτηδων
    αιτιατική τον Μαρωνίτη τους Μαρωνίτηδες
     κλητική Μαρωνίτη Μαρωνίτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Μαρωνίτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαρωνίτης : ενδεχομένως από το εθνικό-θρησκευτικό Μαρωνίτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαρωνίτης αρσενικό (θηλυκό Μαρωνίτη ή Μαρωνίτου)

Μεταγραφές επεξεργασία