Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξελληνισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξελληνισμέν
ος
η
εξελληνισμέν
η
το
εξελληνισμέν
ο
γενική
του
εξελληνισμέν
ου
της
εξελληνισμέν
ης
του
εξελληνισμέν
ου
αιτιατική
τον
εξελληνισμέν
ο
την
εξελληνισμέν
η
το
εξελληνισμέν
ο
κλητική
εξελληνισμέν
ε
εξελληνισμέν
η
εξελληνισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξελληνισμέν
οι
οι
εξελληνισμέν
ες
τα
εξελληνισμέν
α
γενική
των
εξελληνισμέν
ων
των
εξελληνισμέν
ων
των
εξελληνισμέν
ων
αιτιατική
τους
εξελληνισμέν
ους
τις
εξελληνισμέν
ες
τα
εξελληνισμέν
α
κλητική
εξελληνισμέν
οι
εξελληνισμέν
ες
εξελληνισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξελληνισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξελληνίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εξελληνισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
εξελληνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξελληνισμένος