Λυκαβηττός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λυκαβηττός | οι | Λυκαβηττοί |
γενική | του | Λυκαβηττού | των | Λυκαβηττών |
αιτιατική | τον | Λυκαβηττό | τους | Λυκαβηττούς |
κλητική | Λυκαβηττέ | Λυκαβηττοί | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λυκαβηττός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λυκαβηττός < προελληνική < πιθανόν λυκάβ(ας) + -ηττός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ka.viˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λυ‐κα‐βητ‐τός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛυκαβηττός αρσενικό
- λόφος της Αθήνας
- ※ Μα η φλόγα τους τα δάκριά μου τάχε όλα πια ξεράνει / κι' ούτε ο ψυχρός Λυκαβηττός μ' άκουσε, σιωπηλά / καθώς θρηνούσα τόνειρο πώσβηνε στην καρδιά μου. (Μαρία Πολυδούρη, Περηφάνεια)
- ※ Καὶ νὰ ἡ θάλασσα τοῦ Σαρωνικοῦ, ἡ φλεβαριάτικη, γλυκογελούμενη κι ἀγαπησιάρα, καὶ τὸ χαμηλὸ σμαράγδι τῆς φρέσκιας χλόης κ’ ἡ Ἀκρόπολη κι ὁ Λυκαβηττός, ἡ ἀθηναία αἰθρία γεμάτη νωχέλεια καὶ διάφανη χάρη. (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Το ταξίδι της πόλης, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 497 (15 Μαρτίου 1948), τόμ. 43, σελ. 332)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Λυκαβηττός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)