Λευκοθέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λευκοθέα | οι | Λευκοθέες |
γενική | της | Λευκοθέας | — | |
αιτιατική | τη | Λευκοθέα | τις | Λευκοθέες |
κλητική | Λευκοθέα | Λευκοθέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λευκοθέα < αρχαία ελληνική Λευκοθέα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lef.koˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λευ‐κο‐θέ‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λευκοθέα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) → δείτε αρχαία ελληνική Λευκοθέα, αλλιώς η Ινώ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Λευκοθέᾱ | αἱ | Λευκοθέαι |
γενική | τῆς | Λευκοθέᾱς | τῶν | Λευκοθεῶν |
δοτική | τῇ | Λευκοθέᾳ | ταῖς | Λευκοθέαις |
αιτιατική | τὴν | Λευκοθέᾱν | τὰς | Λευκοθέᾱς |
κλητική ὦ! | Λευκοθέᾱ | Λευκοθέαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λευκοθέᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Λευκοθέαιν | ||
Η θεά, στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λευκοθέα < → δείτε τη λέξη λευκοθέα (που έχει την ικανότητα να βλέπει το λευκό)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λευκοθέα, -ας θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αλλιώς η Ινώ, ενάλια θεότητα των αφρών των κυμάτων, του φωτός, του πρωινού φωτός
- → δείτε παράθεμα στον επικό τύπο Λευκοθέη
- Ινώ-Λευκοθέα @greek-language.gr Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας
- ≈ συνώνυμα: Ἰνώ
- γυναικείο όνομα
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- Λευκόθιον (όνομα κτιρίου)
→ και δείτε τις λέξεις λευκός, θέα και θεάομαι
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Λευκοθέα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Λευκοθέα, Λευκοθέη, λευκοθέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.