Δείτε επίσης: Κυρήνῃ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυρήνη οι Κυρήνες
      γενική της Κυρήνης των Κυρηνών
    αιτιατική την Κυρήνη τις Κυρήνες
     κλητική Κυρήνη Κυρήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυρήνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κυρήνη < αρχαία ελληνική Κύρη (ονομασία πηγής)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυ‐ρή‐νη
ομόηχο: Κυρίνη
παρώνυμα: Γκιρίνη, Γκυρίνη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυρήνη θηλυκό

  1. (ιστορία) πόλη της Λιβύης κατά την αρχαιότητα, ελληνική αποικία, κοντά στο σημερινό Σαχάτ (αραβικά شحات), στις βορειοανατολικές ακτές της χώρας
  2. (μυθολογία) νύμφη και η επώνυμη ηρωίδα της πόλεως Κυρήνης
  3. γυναικείο όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία