Κυρήνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυρήνη | οι | Κυρήνες |
γενική | της | Κυρήνης | των | Κυρηνών |
αιτιατική | την | Κυρήνη | τις | Κυρήνες |
κλητική | Κυρήνη | Κυρήνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυρήνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κυρήνη < αρχαία ελληνική Κύρη (ονομασία πηγής)
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚυρήνη θηλυκό
- (ιστορία) πόλη της Λιβύης κατά την αρχαιότητα, ελληνική αποικία, κοντά στο σημερινό Σαχάτ (αραβικά شحات), στις βορειοανατολικές ακτές της χώρας
- (μυθολογία) νύμφη και η επώνυμη ηρωίδα της πόλεως Κυρήνης
- γυναικείο όνομα