Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κουμάνος οι Κουμάνοι
      γενική του Κουμάνου των Κουμάνων
    αιτιατική τον Κουμάνο τους Κουμάνους
     κλητική Κουμάνε Κουμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουμάνος < μεσαιωνική ελληνική Κουμάνος < τουρκική Kuman

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈma.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐μά‐νος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουμάνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουμάνος < τουρκική Kuman

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουμάνος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία