Καλοβάμονα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Καλοβάμονα | ||
γενική | των | Καλοβάμονων | ||
αιτιατική | τα | Καλοβάμονα | ||
κλητική | Καλοβάμονα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλοβάμονα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλοβάμων (αρσενικό, που βαδίζει σε ξυλοπόδαρα), πληθυντικός υποθετικού ουδέτερου (*καλόβαμον), απόδοση για την αγγλική waders [1] (που βαδίζει σε νερά)[2] < διαγλωσσικοί όροι Charadrii (υποτάξη Πτηνών), λόγω της μορφής των ποδιών τους → δείτε λατινική charadrius[3] < αρχαία ελληνική χαραδριός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΚαλοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - υποτάξη: Charadrii της τάξης Πελεκανόμορφα Charadriiformes[4]: πουλιά που έχουν μακριά πόδια ώστε να περπατούν ευκολότερα στην λάσπη, όπως ο πελαργός, o ερωδιός
- ⮡ καλοβάμονα πτηνά ή καλοβατικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και την κοινή ονομασία καλοβάμονα και καλοβάτης
ονομασία της υποτάξης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Waders στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ↑ wader στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Charadrius στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Charadriiformes στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- «καλοβάμων» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .