καλοβάμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοβάμων (ελληνιστική κοινή) < Κατά το Λεξικό Bailly < αρχαία ελληνική κᾶλ(ον) ξύλο + -ο- + -βάμων (βαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοβάμων, -ονος αρσενικό ή επίθετο -ων, -ων, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που βαδίζει ισορροπώντας πάνω σε καλόβαθρον (σε ξυλοπόδαρα)
- ≈ συνώνυμα: καλοβάτης
- → δείτε τον νεοελληνικό όρο Καλοβάμονα (ουδέτερο πληθυντικός, υποτάξη πουλιών)
- ή κατά το Λεξικό LSJ < αρχαία ελληνική κάλ(ως) σκοινί: (ελληνιστική κοινή) ισορροπιστής σε τεντωμένο σκοινί[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «καλοβάμων» σε δεύτερη ερμηνεία - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- καλοβάμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.