→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοβάμων (ελληνιστική κοινή) < Κατά το Λεξικό Bailly < αρχαία ελληνική κᾶλ(ον) ξύλο + -ο- + -βάμων (βαίνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλοβάμων, -ονος αρσενικό ή επίθετο -ων, -ων, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) που βαδίζει ισορροπώντας πάνω σε καλόβαθρον (σε ξυλοπόδαρα)
     συνώνυμα: καλοβάτης
    → δείτε τον νεοελληνικό όρο Καλοβάμονα (ουδέτερο πληθυντικός, υποτάξη πουλιών)
  2. ή κατά το Λεξικό LSJ < αρχαία ελληνική κάλ(ως) σκοινί: (ελληνιστική κοινή) ισορροπιστής σε τεντωμένο σκοινί[1]
    Η ερμηνεία, όπως σε κείμενο του Μανέθωνος (Manetho astrologus, 2ος αιώνας κε)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «καλοβάμων» σε δεύτερη ερμηνεία - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .