Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλλιθέα οι Καλλιθέες
      γενική της Καλλιθέας των (Καλλιθεών)
    αιτιατική την Καλλιθέα τις Καλλιθέες
     κλητική Καλλιθέα Καλλιθέες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλιθέα < (κάλλος) καλλι- + θέα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈθe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλ‐λι‐θέ‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλιθέα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. προάστιο της Αθήνας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία