Καλλιθεάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καλλιθεάτης < Καλλιθέ(α) + -άτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.li.θeˈa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐λι‐θε‐ά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΚαλλιθεάτης αρσενικό (θηλυκό Καλλιθεάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από την Καλλιθέα ή κατοικεί εκεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλλιθεάτικος
- → δείτε και τη λέξη Καλλιθέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καλλιθεάτης
|