Θορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θορικός | οι | Θορικοί |
γενική | του | Θορικού | των | Θορικών |
αιτιατική | τον | Θορικό | τους | Θορικούς |
κλητική | Θορικέ | Θορικοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θορικός < αρχαία ελληνική Θορικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θo.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θο‐ρι‐κός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘορικός αρσενικό
- (ιστορία) αρχαία πόλη στην περιοχή της Λαυρεωτικής
- οικισμός της Ελλάδας στον νομό Αττικής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Θορικός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Θορικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Θορικός | ||
γενική | τοῦ | Θορικοῦ | ||
δοτική | τῷ | Θορικῷ | ||
αιτιατική | τὸν | Θορικόν | ||
κλητική ὦ! | Θορικέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΘορικός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Διονύσιος Σουρμελής, Αττικά: ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως, (Εν Αθήναις: Τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, 1854), σσ. 14-15
Πηγές
επεξεργασία- Θορικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.