Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θορικός οι Θορικοί
      γενική του Θορικού των Θορικών
    αιτιατική τον Θορικό τους Θορικούς
     κλητική Θορικέ Θορικοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θορικός < αρχαία ελληνική Θορικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θo.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θο‐ρι‐κός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θορικός αρσενικό

  1. (ιστορία) αρχαία πόλη στην περιοχή της Λαυρεωτικής
  2. οικισμός της Ελλάδας στον νομό Αττικής

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Θορικός
      γενική τοῦ Θορικοῦ
      δοτική τῷ Θορικ
    αιτιατική τὸν Θορικόν
     κλητική ! Θορικέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θορικός < θορός[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θορικός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία