Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Θορικό τα Θορικά
      γενική του Θορικού των Θορικών
    αιτιατική το Θορικό τα Θορικά
     κλητική Θορικό Θορικά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θορικό < → δείτε τη λέξη Θορικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θo.ɾiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θο‐ρι‐κό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θορικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία