χνάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χνάρι | τα | χνάρια |
γενική | του | χναριού | των | χναριών |
αιτιατική | το | χνάρι | τα | χνάρια |
κλητική | χνάρι | χνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χνάρι < μεσαιωνική ελληνική ἰχνάριον (υποκοριστικό του ἴχνος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χνάρι ουδέτερο και αχνάρι
- το αποτύπωμα ποδιού ζώου ή ανθρώπου στο έδαφος, το ίχνος πατημασιάς
- (μεταφορικά) το σημάδι, το ίχνος
- (παρωχημένο) το πατρόν