Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χειρουργική
      γενική της χειρουργικής
    αιτιατική τη χειρουργική
     κλητική χειρουργική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χειρουργικός, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειρουργική (τέχνη) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾuɾ.ʝiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρουρ‐γι‐κή
ομόηχο: χειρουργικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρουργική θηλυκό

  • (ιατρική) ο κλάδος της ιατρικής που ειδικεύεται στη θεραπεία του ασθενούς με τη χρήση χειρουργικών μεθόδων-επεμβάσεων στο σώμα του ασθενούς που γίνονται με ειδικά εργαλεία· το σύνολο των σχετικών ειδικοτήτων

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χειρουργική

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χειρουργική
      γενική τῆς χειρουργικῆς
      δοτική τῇ χειρουργικ
    αιτιατική τὴν χειρουργικήν
     κλητική ! χειρουργική
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χειρουργικός (εννοείται τέχνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρουργική θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χειρουργική

  Πηγές επεξεργασία