Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοχειρουργική οι ψυχοχειρουργικές
      γενική της ψυχοχειρουργικής των ψυχοχειρουργικών
    αιτιατική την ψυχοχειρουργική τις ψυχοχειρουργικές
     κλητική ψυχοχειρουργική ψυχοχειρουργικές
Σύνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοχειρουργική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychosurgery < αρχαία ελληνική ψυχή + χειρουργικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοχειρουργική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία