Ετυμολογία

επεξεργασία
chirurgie < (άμεσο δάνειο) λατινική chirurgia < αρχαία ελληνική χειρουργία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃi.ʁyʁ.ʒi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chirurgie chirurgies

chirurgie (fr) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chirurgie (cs) θηλυκό