Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chirurgie chirurgies

chirurgie (fr) θηλυκό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

chirurgie (cs) θηλυκό