Δείτε επίσης: Χαρτοφύλακας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοφύλακας οι χαρτοφύλακες
      γενική του χαρτοφύλακα των χαρτοφυλάκων
    αιτιατική τον χαρτοφύλακα τους χαρτοφύλακες
     κλητική χαρτοφύλακα χαρτοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δύο χαρτοφύλακες

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρτοφύλαξ από την αιτιατική τὸν χαρτοφύλακα (επόπτης αρχείων) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική portefeuille ή από την ιταλική portafoglio [1] Μορφολογικά, χαρτο- + φύλακας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaɾ.toˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐το‐φύ‐λα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοφύλακας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χαρτί και φύλακας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία