φεμινίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεμινίστρια < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική féministe < λατινική femininus < femina < πρωτοϊταλική *fēmanā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁-m̥h₁n-éh₂ < *dʰeh₁(y)- (γαλουχώ, θηλάζω, βυζαίνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fe.miˈni.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐μι‐νί‐στρι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
φεμινίστρια θηλυκό
- η γυναίκα που πιστεύει στο φεμινισμό και μάχεται για τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φεμινισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φεμινίστρια
|