Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
féministe féministes

féministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φεμινιστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
féministe féministes

féministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο φεμινιστής - η φεμινίστρια