σκηνοθέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκηνοθέτης (μαρτυρείται από το 1898) [1] < σκην(ή) + -ο- + -θέτης (< αρχαία ελληνική τίθημι) ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) metteur en scène)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκηνοθέτης αρσενικό (θηλυκό: σκηνοθέτρια & σκηνοθέτιδα & (λόγιο) σκηνοθέτις)
- (επάγγελμα) ο καλλιτέχνης που ασχολείται με την σκηνοθεσία θεατρικής παράστασης, κινηματογραφικής ταινίας, τηλεοπτικού προγράμματος, θεάματος ή τελετής
Συγγενικά επεξεργασία
- σκηνοθεσία
- σκηνοθετώ
- → δείτε τις λέξεις σκηνή και θέτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκηνοθέτης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 910, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου