σκηνοθέτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκηνοθέτις | οι | σκηνοθέτιδες |
γενική | της | σκηνοθέτιδος (σκηνοθέτιδας) |
των | σκηνοθετίδων (σκηνοθέτιδων) |
αιτιατική | τη | σκηνοθέτιδα | τις | σκηνοθέτιδες |
κλητική | σκηνοθέτι (σκηνοθέτις) | σκηνοθέτιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. Δείτε και σκηνοθέτιδα στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκηνοθέτις < σκηνοθέτ(ης) + κατάληξη λόγιου θηλυκού -ις < σκηνή + -ο- + -θέτης (< αρχαία ελληνική τίθημι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκηνοθέτις θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές, επάγγελμα) θηλυκό του σκηνοθέτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκηνοθέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκηνοθέτις
|