μάρκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάρκο | τα | μάρκα |
γενική | του | μάρκου | των | μάρκων |
αιτιατική | το | μάρκο | τα | μάρκα |
κλητική | μάρκο | μάρκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάρ‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάρκο ουδέτερο
- (νόμισμα) ονομασία νομισμάτων διάφορων χωρών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μάρκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μάρκο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μάρκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας