επενδύτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επενδύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπενδύτης < ἐπενδύω < ἐπί + ἐνδύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.penˈði.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πεν‐δύ‐της
- τονικό παρώνυμο: επενδυτής
Ουσιαστικό επεξεργασία
επενδύτης αρσενικό (λόγιο)