βροντάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βροντάω < βροντ(ώ) + σύγχρονο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντῶ, συνηρημένος τύπος του βροντάω < → δείτε τη λέξη βροντή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾonˈda.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐ντά‐ω
Ρήμα επεξεργασία
βροντάω/βροντώ, αόρ.: βρόντηξα (χωρίς παθητική φωνή)
- παράγω βροντή
- (απρόσωπο, γ' ενικό πρόσωπο) ρίχνει βροντές στη διάρκεια καταιγίδας → δείτε τη λέξη βροντάει
- προκαλώ έντονο θόρυβο χτυπώντας κάτι με δύναμη
- ※ Ένα πρωί, χαράματα ακόμα, ακούει να του βροντάνε την πόρτα της κάμαρης. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- αντηχώ
- ↪ βροντάνε τα κανόνια, οι τενεκέδες
- ρίχνω κάτι / κάποιον κάτω με δύναμη
Εκφράσεις επεξεργασία
- αστράφτω και βροντάω : θυμώνω πολύ, εκφράζομαι επιθετικά και με έντονο τρόπο, κάνω καβγά
- άστραψε και βρόντησε και άστραψα και βρόντησα
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα: συμβουλή να μη χάνει κάποιος τα λόγια του μιλώντας σε ένα άτομο που δεν θέλει να ακούσει
- βροντάνε οι τσέπες του (παρωχημένο) : έχει λεφτά (φράση με ουσία σε εποχές που τα κέρματα είχαν αξία)
- τα βροντάω (κάτω / χάμω) : αφήνω ανολοκλήρωτη μια προσπάθεια // τα παρατάω
Παροιμίες επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βροντή
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
βροντάω (συνηρημένο βροντῶ)
- βροντάω
- πληθυντικός Ζεὺς δ᾽ ἄμυδις βρόντησε
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βροντάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βροντάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.