θρανίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θρανίο | τα | θρανία |
γενική | του | θρανίου | των | θρανίων |
αιτιατική | το | θρανίο | τα | θρανία |
κλητική | θρανίο | θρανία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θρανίο < αρχαία ελληνική θρανίον < υποκοριστικό του θρᾶνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
θρανίο ουδέτερο
- σχολικό έπιπλο με τέσσερα πόδια, χώρο για τοποθέτηση βιβλίων, επίπεδη επιφάνεια εργασίας και συχνά με ενσωματωμένο κάθισμα, κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί από μαθητές
επεξεργασία
- θρανιάκι