desk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
desk | desks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdesk (en)
- (έπιπλο) το γραφείο
- ⮡ He sat at his desk.
- Κάθισε στο γραφείο του.
- ⮡ He sat at his desk.
- το γραφείο, ένα μέρος όπου μπορώ να λάβω πληροφορίες ή με εξυπηρετούν σε αεροδρόμιο, ξενοδοχείο κτλ.
- ⮡ an information desk - γραφείο πληροφοριών
- το θρανίο
- ⮡ He sits at the last desk in class.
- Κάθεται στο τελευταίο θρανίο στην τάξη.
- ⮡ He sits at the last desk in class.