αυτοματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοματισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική automatism < αρχαία ελληνική αὐτόματος + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοματισμός αρσενικό
- η αυτόματη λειτουργία μιας μηχανής, χωρίς άλλη παρέμβαση πέρα από την αρχική
- άλλες μορφές: αυτοματοποίηση, αυτοματική
- η δυνατότητα αντίδρασης ενός συστήματος χωρίς εξωτερική παρέμβαση (εκτός του αρχικού προγραμματισμού του)
- η μηχανιστική επανάληψη κινήσεων και ενεργειών από κάποιον
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοματισμός