Δείτε επίσης: αυτοματικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοματισμός οι αυτοματισμοί
      γενική του αυτοματισμού των αυτοματισμών
    αιτιατική τον αυτοματισμό τους αυτοματισμούς
     κλητική αυτοματισμέ αυτοματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοματισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική automatism < αρχαία ελληνική αὐτόματος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοματισμός αρσενικό

  1. η αυτόματη λειτουργία μιας μηχανής, χωρίς άλλη παρέμβαση πέρα από την αρχική
    άλλες μορφές: αυτοματοποίηση, αυτοματική
  2. η δυνατότητα αντίδρασης ενός συστήματος χωρίς εξωτερική παρέμβαση (εκτός του αρχικού προγραμματισμού του)
  3. η μηχανιστική επανάληψη κινήσεων και ενεργειών από κάποιον

  Μεταφράσεις επεξεργασία