μηχανιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μηχανιστικός < μηχαν(ή) + -ιστικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mécaniste ή mécanistique[1][2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.xa.ni.stiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασία
μηχανιστικός -ή, -ό
- που γίνεται ή ερμηνεύεται με τρόπο αυτόματο και τυπικό, χωρίς να αντιμετωπίζονται ιδιαιτερότητες· όπως λειτουργούν οι μηχανές
- που σχετίζεται με τη θεωρία της μηχανοκρατίας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μηχανισμός
- μηχανοκρατία
- και → δείτε τη λέξη μηχανή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανιστικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μηχανιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)