Δείτε επίσης: αυτοματισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοματικός η αυτοματική το αυτοματικό
      γενική του αυτοματικού της αυτοματικής του αυτοματικού
    αιτιατική τον αυτοματικό την αυτοματική το αυτοματικό
     κλητική αυτοματικέ αυτοματική αυτοματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοματικοί οι αυτοματικές τα αυτοματικά
      γενική των αυτοματικών των αυτοματικών των αυτοματικών
    αιτιατική τους αυτοματικούς τις αυτοματικές τα αυτοματικά
     κλητική αυτοματικοί αυτοματικές αυτοματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοματικός < αυτόματος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοματικός

  1. (παρωχημένο) αυθόρμητος
  2. (παρωχημένο) αυτόματος


  Μεταφράσεις επεξεργασία