Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίδωρο τα αντίδωρα
      γενική του αντίδωρου των αντίδωρων
    αιτιατική το αντίδωρο τα αντίδωρα
     κλητική αντίδωρο αντίδωρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Καλάθι με αντίδωρα,

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίδωρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή (αρχαία σημασία: δώρο ως ανταμοιβή) [1] < αρχαία ελληνική ἀντί + δῶρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίδωρο ουδέτερο

  1. (χριστιανισμός, εκκλησιαστικός όρος) κομμάτι από αγιασμένο πρόσφορο που δίνεται από τον ιερέα στους πιστούς μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας
    άλλες μορφές: αντίδερο (ιδιωματικό)
  2. (σπάνιο, λόγιο) δώρο που δίνεται σε ανταπόδοση άλλου δώρου
     συνώνυμα: αντιδωρεά, ανταμοιβή
  3. (μεταφορικά) κομματάκι, μπουκιά

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία