ανοικονόμητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοικονόμητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνοικονόμητος < αρχαία ελληνική οἰκονομέω / οἰκονομῶ < οἶκος + νέμω
Επίθετο επεξεργασία
ανοικονόμητος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοικονόμητος
|