μονοδοσικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'καλός'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|μονο-|δόση|-ικός}} ==={{επίθετο|el}}=== '''{{...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 06:08, 28 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοδοσικός η μονοδοσική το μονοδοσικό
      γενική του μονοδοσικού της μονοδοσικής του μονοδοσικού
    αιτιατική τον μονοδοσικό τη μονοδοσική το μονοδοσικό
     κλητική μονοδοσικέ μονοδοσική μονοδοσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοδοσικοί οι μονοδοσικές τα μονοδοσικά
      γενική των μονοδοσικών των μονοδοσικών των μονοδοσικών
    αιτιατική τους μονοδοσικούς τις μονοδοσικές τα μονοδοσικά
     κλητική μονοδοσικοί μονοδοσικές μονοδοσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

μονοδοσικός < μονο- + δόση + -ικός

  Επίθετο

μονοδοσικός

  • (νεολογισμός) που γίνεται σε μία μόνο δόση
    Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) αναμένεται να γνωμοδοτήσει για το μονοδοσικό εμβόλιο Covid-19 (*)

Συγγενικά

  Μεταφράσεις