Δείτε επίσης: βούλα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βούλα οι Βούλες
      γενική της Βούλας
    αιτιατική τη Βούλα τις Βούλες
     κλητική Βούλα Βούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Βούλα < περικοπή του Παρασκευούλα (< υποκοριστικό του Παρασκευή + -ούλα) ή του Σταυρούλα και άλλων υποκοριστικών σε -ούλα[1]

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία