Παρασκευούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παρασκευούλα | οι | Παρασκευούλες |
γενική | της | Παρασκευούλας | — | |
αιτιατική | την | Παρασκευούλα | τις | Παρασκευούλες |
κλητική | Παρασκευούλα | Παρασκευούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παρασκευούλα < Παρασκευ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sceˈvu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρα‐σκευ‐ού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαρασκευούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παρασκευή
Παρασκευούλα
|