Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Βισκαϊκός κόλπος
      γενική του Βισκαϊκού κόλπου
    αιτιατική τον Βισκαϊκό κόλπο
     κλητική Βισκαϊκέ κόλπε
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χάρτης του Βισκαϊκού κόλπου

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Βισκαϊκός κόλπος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.ska.iˈkos ˈkol.pos/

  Κύριο όνομα Επεξεργασία

Βισκαϊκός κόλπος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία