situs, -a, -um

  Επίθετο

επεξεργασία

situs, -a, -um

  1. κείμενος, που βρίσκεται
  2. θαμμένος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική situs sita situm sitī sitae sita
γενική sitī sitae sitī sitōrum sitārum sitōrum
δοτική sitō sitae sitō sitīs sitīs sitīs
αιτιατική situm sitam situm sitōs sitās sita
κλητική site sita situm sitī sitae sita
αφαιρετική sitō sitā sitō sitīs sitīs sitīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

situs αρσενικό

  1. θέση, τόπος, τοποθεσία
  2. ίδρυση, κατασκευή, οικοδόμηση
  3. αχρηστία, παραμέληση
  4. ρύπος, σκόνη, βρομιά
  5. απραξία, νωθρότητα, αδράνεια
  6. λήθη
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική situs sitūs
γενική sitūs situum
δοτική situī sitibus
αιτιατική situm sitūs
κλητική situs sitūs
αφαιρετική sitū sitibus
(δ' κλίση)