Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
-ηλυδ-
ονομαστική / -ηλυς τὸ -ηλυ
      γενική τοῦ/τῆς -ήλυδος τοῦ -ήλυδος
      δοτική τῷ/τῇ -ήλυδ τῷ -ήλυδ
    αιτιατική τὸν/τὴν -ήλυδ τὸ -ηλυ
     κλητική ! -ηλυς -ηλυ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -ήλυδες τὰ -ήλυδ
      γενική τῶν -ηλύδων τῶν -ηλύδων
      δοτική τοῖς/ταῖς -ήλυσῐ(ν) τοῖς -ήλυσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς -ήλυδᾰς τὰ -ήλυδα
     κλητική ! -ήλυδες -ήλυδα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ήλυδε τὼ -ήλυδε
      γεν-δοτ τοῖν -ηλύδοιν τοῖν -ηλύδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔπηλυς' όπως «ἔπηλυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ηλυς < θέμα ἐλυ- (με ήτα, λόγω συνθετικής έκτασης), μεταπτωτική βαθμίδα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *el-eu (Χρειάζεται γραφή ΠΙΕ) Δείτε και ἔλευσις, προσήλυτος, ἤλυθον. [1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ηλυς

  • δεύτερο συνθετικό ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων που δηλώνει έλευση όπως ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
    νέηλυς (νεοφερμένος, ουσιαστικό κοινού γένους)
    ἔπηλυς (ξένος, κάποιος που ήρθε, επίθετο)

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. έπηλυς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.