Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσήλυτος η προσήλυτη το προσήλυτο
      γενική του προσήλυτου της προσήλυτης του προσήλυτου
    αιτιατική τον προσήλυτο την προσήλυτη το προσήλυτο
     κλητική προσήλυτε προσήλυτη προσήλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσήλυτοι οι προσήλυτες τα προσήλυτα
      γενική των προσήλυτων των προσήλυτων των προσήλυτων
    αιτιατική τους προσήλυτους τις προσήλυτες τα προσήλυτα
     κλητική προσήλυτοι προσήλυτες προσήλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσήλυτος < (ελληνιστική κοινήπροσήλυτος

  Επίθετο επεξεργασία

προσήλυτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσήλυτος < πρός + -ηλυ- + -τος < ρίζα ἐλευθ-, ἐλυθ-, ἠλυθ-, από όπου και ο παρακείμενος ἐλήλυθα του ἔρχομαι

  Επίθετο επεξεργασία

προσήλυτος, -ος, -ον

  1. που έχει έρθει και ζει σε έναν τόπο ως ξένος
    καὶ ἀγαπήσετε τὸν προσήλυτον· προσήλυτοι γὰρ ἦτε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ (Δευτερονόμιον, I 19)
  2. που έχει ασπαστεί τον ιουδαϊσμό ή τον χριστιανισμό
    καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα (Πράξεις των Αποστόλων, 6, 5)