Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἐλήλυθα

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου παρακειμένου του ρήματος ἔρχομαι
→ δείτε τη λέξη  ἔρχομαι