Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσηλυτίζω < (μαρτυρείται από το 1855) προσήλυτ(ος)[1] + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proselytize < ελληνιστική κοινή προσήλυτος[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.si.liˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ση‐λυ‐τί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

προσηλυτίζω, αόρ.: προσηλύτισα, παθ.φωνή: προσηλυτίζομαι, π.αόρ.: προσηλυτίστηκα, μτχ.π.π.: προσηλυτισμένος

  1. (θρησκεία) πείθω κάποιον να ασπαστεί τη θρησκεία ή το δόγμα το οποίο ακολουθώ
    ※  Με ποικίλα μέσα, όπως διανομή φυλλαδίων, επισκέψεις σε σπίτια κ.ά. προσεγγίζουν πολλούς χριστιανούς και προσπαθούν να τους προσηλυτίσουν.[3]
  2. (γενικότερα) πείθω κάποιο άτομο να ακολουθήσει τις ιδέες και τις αρχές μου χρησιμοποιώντας προπαγανδιστική τακτική

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. προσηλυτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Θρησκευτικά ΣΤ' Δημοτικού - Βιβλίο Μαθητή, 18. Οι αιρέσεις νοθεύουν την αλήθεια, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων 'Διόφαντος' (ΙΤΥΕ)