προσηλυτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσηλυτίζω < (μαρτυρείται από το 1855) προσήλυτ(ος)[1] + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proselytize < ελληνιστική κοινή προσήλυτος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.si.liˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ση‐λυ‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσηλυτίζω, αόρ.: προσηλύτισα, παθ.φωνή: προσηλυτίζομαι, π.αόρ.: προσηλυτίστηκα, μτχ.π.π.: προσηλυτισμένος
- (θρησκεία) πείθω κάποιον να ασπαστεί τη θρησκεία ή το δόγμα το οποίο ακολουθώ
- ※ Με ποικίλα μέσα, όπως διανομή φυλλαδίων, επισκέψεις σε σπίτια κ.ά. προσεγγίζουν πολλούς χριστιανούς και προσπαθούν να τους προσηλυτίσουν.[3]
- (γενικότερα) πείθω κάποιο άτομο να ακολουθήσει τις ιδέες και τις αρχές μου χρησιμοποιώντας προπαγανδιστική τακτική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προσήλυτος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- για τον νομικό όρο, δείτε προσηλυτισμός στη Βικιπαίδεια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσηλυτίζω | προσηλύτιζα | θα προσηλυτίζω | να προσηλυτίζω | προσηλυτίζοντας | |
β' ενικ. | προσηλυτίζεις | προσηλύτιζες | θα προσηλυτίζεις | να προσηλυτίζεις | προσηλύτιζε | |
γ' ενικ. | προσηλυτίζει | προσηλύτιζε | θα προσηλυτίζει | να προσηλυτίζει | ||
α' πληθ. | προσηλυτίζουμε | προσηλυτίζαμε | θα προσηλυτίζουμε | να προσηλυτίζουμε | ||
β' πληθ. | προσηλυτίζετε | προσηλυτίζατε | θα προσηλυτίζετε | να προσηλυτίζετε | προσηλυτίζετε | |
γ' πληθ. | προσηλυτίζουν(ε) | προσηλύτιζαν προσηλυτίζαν(ε) |
θα προσηλυτίζουν(ε) | να προσηλυτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσηλύτισα | θα προσηλυτίσω | να προσηλυτίσω | προσηλυτίσει | ||
β' ενικ. | προσηλύτισες | θα προσηλυτίσεις | να προσηλυτίσεις | προσηλύτισε | ||
γ' ενικ. | προσηλύτισε | θα προσηλυτίσει | να προσηλυτίσει | |||
α' πληθ. | προσηλυτίσαμε | θα προσηλυτίσουμε | να προσηλυτίσουμε | |||
β' πληθ. | προσηλυτίσατε | θα προσηλυτίσετε | να προσηλυτίσετε | προσηλυτίστε | ||
γ' πληθ. | προσηλύτισαν προσηλυτίσαν(ε) |
θα προσηλυτίσουν(ε) | να προσηλυτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσηλυτίσει | είχα προσηλυτίσει | θα έχω προσηλυτίσει | να έχω προσηλυτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσηλυτίσει | είχες προσηλυτίσει | θα έχεις προσηλυτίσει | να έχεις προσηλυτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσηλυτίσει | είχε προσηλυτίσει | θα έχει προσηλυτίσει | να έχει προσηλυτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσηλυτίσει | είχαμε προσηλυτίσει | θα έχουμε προσηλυτίσει | να έχουμε προσηλυτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσηλυτίσει | είχατε προσηλυτίσει | θα έχετε προσηλυτίσει | να έχετε προσηλυτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσηλυτίσει | είχαν προσηλυτίσει | θα έχουν προσηλυτίσει | να έχουν προσηλυτίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσηλυτίζομαι | προσηλυτιζόμουν(α) | θα προσηλυτίζομαι | να προσηλυτίζομαι | ||
β' ενικ. | προσηλυτίζεσαι | προσηλυτιζόσουν(α) | θα προσηλυτίζεσαι | να προσηλυτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | προσηλυτίζεται | προσηλυτιζόταν(ε) | θα προσηλυτίζεται | να προσηλυτίζεται | ||
α' πληθ. | προσηλυτιζόμαστε | προσηλυτιζόμαστε προσηλυτιζόμασταν |
θα προσηλυτιζόμαστε | να προσηλυτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προσηλυτίζεστε | προσηλυτιζόσαστε προσηλυτιζόσασταν |
θα προσηλυτίζεστε | να προσηλυτίζεστε | (προσηλυτίζεστε) | |
γ' πληθ. | προσηλυτίζονται | προσηλυτίζονταν προσηλυτιζόντουσαν |
θα προσηλυτίζονται | να προσηλυτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσηλυτίστηκα | θα προσηλυτιστώ | να προσηλυτιστώ | προσηλυτιστεί | ||
β' ενικ. | προσηλυτίστηκες | θα προσηλυτιστείς | να προσηλυτιστείς | προσηλυτίσου | ||
γ' ενικ. | προσηλυτίστηκε | θα προσηλυτιστεί | να προσηλυτιστεί | |||
α' πληθ. | προσηλυτιστήκαμε | θα προσηλυτιστούμε | να προσηλυτιστούμε | |||
β' πληθ. | προσηλυτιστήκατε | θα προσηλυτιστείτε | να προσηλυτιστείτε | προσηλυτιστείτε | ||
γ' πληθ. | προσηλυτίστηκαν προσηλυτιστήκαν(ε) |
θα προσηλυτιστούν(ε) | να προσηλυτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσηλυτιστεί | είχα προσηλυτιστεί | θα έχω προσηλυτιστεί | να έχω προσηλυτιστεί | προσηλυτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσηλυτιστεί | είχες προσηλυτιστεί | θα έχεις προσηλυτιστεί | να έχεις προσηλυτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσηλυτιστεί | είχε προσηλυτιστεί | θα έχει προσηλυτιστεί | να έχει προσηλυτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσηλυτιστεί | είχαμε προσηλυτιστεί | θα έχουμε προσηλυτιστεί | να έχουμε προσηλυτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσηλυτιστεί | είχατε προσηλυτιστεί | θα έχετε προσηλυτιστεί | να έχετε προσηλυτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσηλυτιστεί | είχαν προσηλυτιστεί | θα έχουν προσηλυτιστεί | να έχουν προσηλυτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προσηλυτισμένος - είμαστε, είστε, είναι προσηλυτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προσηλυτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προσηλυτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προσηλυτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προσηλυτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προσηλυτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προσηλυτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσηλυτίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ προσηλυτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Θρησκευτικά ΣΤ' Δημοτικού - Βιβλίο Μαθητή, 18. Οι αιρέσεις νοθεύουν την αλήθεια, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων 'Διόφαντος' (ΙΤΥΕ)