Δείτε επίσης: αρμόδιος, Ἁρμόδιος
γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἁρμόδιος ἁρμοδί τὸ ἁρμόδιον
      γενική τοῦ/τῆς ἁρμοδίου τῆς ἁρμοδίᾱς τοῦ ἁρμοδίου
      δοτική τῷ/τῇ ἁρμοδί τῇ ἁρμοδί τῷ ἁρμοδί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁρμόδιον τὴν ἁρμοδίᾱν τὸ ἁρμόδιον
     κλητική ! ἁρμόδιε ἁρμοδί ἁρμόδιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἁρμόδιοι αἱ ἁρμόδιαι τὰ ἁρμόδι
      γενική τῶν ἁρμοδίων τῶν ἁρμοδίων τῶν ἁρμοδίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἁρμοδίοις ταῖς ἁρμοδίαις τοῖς ἁρμοδίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἁρμοδίους τὰς ἁρμοδίᾱς τὰ ἁρμόδι
     κλητική ! ἁρμόδιοι ἁρμόδιαι ἁρμόδι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁρμοδίω τὼ ἁρμοδί τὼ ἁρμοδίω
      γεν-δοτ τοῖν ἁρμοδίοιν τοῖν ἁρμοδίαιν τοῖν ἁρμοδίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρμόδιος < ἁρμόζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁρμόδιος, -ος/-α, -ον, συγκριτικός:ἁρμοδιώτερος, υπερθετικός: ἁρμοδιώτατος

  1. (μεταφορικά) κατάλληλος, ταιριαστός, αρμονικός
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Epistulae, Decretum, Orationes, Chapter 16, p. 344, @scaife.perseus
    Καὶ γὰρ ἡ ὥρη τοῦ ἔτεος ἁρμόδιος, καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς λεγομένης μανίης ἐπείγει·
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Εἰ πρεσβυτέρῳ πολιτευτέον, Section 18, @scaife.perseus
    ὅπως μηδὲν ἀπρεπὲς μηδὲ βαρὺ τῷ γήρᾳ προσάξωμεν[*] ἀγώνισμα, πολλὰ μέρη τῆς πολιτείας ἐχούσης ἁρμόδια καὶ πρόσφορα τοῖς τηλικούτοις
  2. που προσαρμόζεται εύκολα

Παράγωγα

επεξεργασία