Δείτε επίσης: αρμοδίως

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρμοδίως < αρχαία ελληνική ἁρμόδι(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἁρμοδίως, υπερθετικός: ἁρμοδιώτατα, (ελληνιστική κοινή)