ἀλαπαδνός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀλαπαδνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἀλαπαδνός, -ή, -όν, συγκριτικός :ἀλαπαδνότερος
- ασθενικός, ανίσχυρος, αδύναμος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 373 (στίχοι 371-373)
- εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι, | αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης, | ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
- αλλά και βόδια αν είχαμε να οργώσουμε, πες τα καλύτερα, | μεγάλα, ορμητικά και καλοχορτασμένα, | ισόπαλα στα χρόνια και στη δύναμη, στον μόχθο ακούραστα,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι, | αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης, | ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 437 (436-438)
- βόε δ᾽ ἐνναετήρω | ἄρσενε κεκτῆσθαι, τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν, | ἥβης μέτρον ἔχοντε· τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.
- Δυο βόδια εννιάχρονα | αρσενικά να πάρεις —η δύναμή τους ανεξάντλητη— | που είναι πάνω στην ακμή της νιότης τους και άριστα για εργασία.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ≈ συνώνυμα: ἀκιδνός
- βόε δ᾽ ἐνναετήρω | ἄρσενε κεκτῆσθαι, τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν, | ἥβης μέτρον ἔχοντε· τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 373 (στίχοι 371-373)
- διστακτικός, άνανδρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἀλαπάζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ποιητικός τύπος: λαπαδνός
Πηγές επεξεργασία
- ἀλαπαδνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλαπαδνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.