ἀλαπάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλαπάζω < α + λαπάζω < λαπάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαἀλαπάζω
- αδειάζω, εκκενώνω, αρπάζω, εξαντλώ
- καταστρέφω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 424 (στίχοι 422-424)
- ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλὰ | οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται. | ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων ―ἤθελε γάρ που―
- Είχα, στ᾽ αλήθεια, τότε δούλους αμέτρητους και πολλά αγαθά, | όσα οι καλοζωισμένοι έχουν — οι πλούσιοι, που λένε. | Αλλά τα σκόρπισε ο Κρονίδης Δίας (ήταν αυτό το θέλημά του),
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλὰ | οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται. | ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων ―ἤθελε γάρ που―
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 424 (στίχοι 422-424)
- (για πόλη) κυριεύω, λεηλατώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 367 (στίχοι 367-368)
- γνώσεαι δ᾽ εἰ καὶ θεσπεσίῃ πόλιν οὐκ ἀλαπάξεις, | ἦ ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο.»
- θα ιδείς αν είναι από θεού την πόλιν να μη πάρεις | ή από δειλίαν των ανδρών και αμάθειαν του πολέμου».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- γνώσεαι δ᾽ εἰ καὶ θεσπεσίῃ πόλιν οὐκ ἀλαπάξεις, | ἦ ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 328 (στίχοι 328-329)
- δώδεκα δὴ σὺν νηυσὶ πόλεις ἀλάπαξ᾽ ἀνθρώπων, | πεζὸς δ᾽ ἕνδεκά φημι κατὰ Τροίην ἐρίβωλον·
- Και με τα πλοία δώδεκα έχω πατήσει χώρες, | και πάλιν ένδεκα πεζός στην κάρπιμην Τρωάδα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δώδεκα δὴ σὺν νηυσὶ πόλεις ἀλάπαξ᾽ ἀνθρώπων, | πεζὸς δ᾽ ἕνδεκά φημι κατὰ Τροίην ἐρίβωλον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 367 (στίχοι 367-368)
- (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, υπερισχύω, καταστρέφω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 67 (στίχοι 67-68)
- εἰ μὲν γὰρ τοὺς πάγχυ κακὰ φρονέων ἀλαπάζει | Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, Τρώεσσι δὲ ἵετ᾽ ἀρήγειν,
- διότι αν τους εμίσησε και τους εξολοθρεύει | εις την οργήν του ο Βροντητής και βοηθεί τους Τρώας,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰ μὲν γὰρ τοὺς πάγχυ κακὰ φρονέων ἀλαπάζει | Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, Τρώεσσι δὲ ἵετ᾽ ἀρήγειν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 750 (στίχοι 750-752)
- καί νύ κεν Ἀκτορίωνε Μολίονε παῖδ᾽ ἀλάπαξα, | εἰ μή σφωε πατὴρ εὐρὺ κρείων ἐνοσίχθων | ἐκ πολέμου ἐσάωσε, καλύψας ἠέρι πολλῇ.
- Και ακόμα τους Μολίονας θα εφόνευ᾽ | αλλ᾽ ο μέγας ο Ποσειδών πατέρας των | τους έσκεπε με ομίχλην.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- καί νύ κεν Ἀκτορίωνε Μολίονε παῖδ᾽ ἀλάπαξα, | εἰ μή σφωε πατὴρ εὐρὺ κρείων ἐνοσίχθων | ἐκ πολέμου ἐσάωσε, καλύψας ἠέρι πολλῇ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 67 (στίχοι 67-68)
- (μεταφορικά) διαλύω, απομακρύνω
- οἶνος ἐκ κραδίης ἀνίας ἀνδρῶν ἀλαπάζει
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός τύπος: λαπάζω
- επικός τύπος : παρατ. ἀλάπαζον
- επικός τύπος : αόρ. ἀλάπαξα
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλαπάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλαπάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.