ἀκιδνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκιδνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀκιδνός, -ή, -όν, επικός και ιωνικός τύπος , συγκριτικός :ἀκιδνότερος, υπερθετικός : ἀκιδνότατος (πάντα σε συγκριτικό βαθμό στον Όμηρο)
- αδύναμος, ασθενής, άτονος
- → δείτε παραθέματα από τον Όμηρο στο ἀκιδνότερος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Παραγγελίαι, (Praeceptiones), 8, p.264 @scaife.perseus
- ὃ γὰρ ἂν μεθ’ ὅρκου ἐρέω, οὐδέποτε ἰητροῦ λογισμὸς φθονήσειεν ἂν ἑτέρῳ, ἀκιδνὸς γὰρ ἂν φανείη· ἀλλὰ μᾶλλόν οἱ ἀγχιστεύοντες ἀγοραίης ἐργασίης πρήσσουσι ταῦτα εὐμαρέως.
- (για φαγητό) άνοστος
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.85, @scaife.perseus.
- παῦροι γὰρ ἴσασιν
ἀνθρώπων ὅτι φαῦλον ἔφυ καὶ ἀκιδνὸν ἔδεσμα.
- παῦροι γὰρ ἴσασιν
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.85, @scaife.perseus.
Πηγές
επεξεργασία- ἀκιδνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκιδνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.