γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀκιδνός ἀκιδνή τὸ ἀκιδνόν
      γενική τοῦ ἀκιδνοῦ τῆς ἀκιδνῆς τοῦ ἀκιδνοῦ
      δοτική τῷ ἀκιδν τῇ ἀκιδν τῷ ἀκιδν
    αιτιατική τὸν ἀκιδνόν τὴν ἀκιδνήν τὸ ἀκιδνόν
     κλητική ! ἀκιδνέ ἀκιδνή ἀκιδνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀκιδνοί αἱ ἀκιδναί τὰ ἀκιδνᾰ́
      γενική τῶν ἀκιδνῶν τῶν ἀκιδνῶν τῶν ἀκιδνῶν
      δοτική τοῖς ἀκιδνοῖς ταῖς ἀκιδναῖς τοῖς ἀκιδνοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀκιδνούς τὰς ἀκιδνᾱ́ς τὰ ἀκιδνᾰ́
     κλητική ! ἀκιδνοί ἀκιδναί ἀκιδνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκιδνώ τὼ ἀκιδνᾱ́ τὼ ἀκιδνώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀκιδνοῖν τοῖν ἀκιδναῖν τοῖν ἀκιδνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκιδνός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκιδνός, -ή, -όν, επικός και ιωνικός τύπος , συγκριτικός:ἀκιδνότερος, υπερθετικός: ἀκιδνότατος (πάντα σε συγκριτικό βαθμό στον Όμηρο)

  1. αδύναμος, ασθενής, άτονος
    → δείτε παραθέματα από τον Όμηρο στο ἀκιδνότερος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Παραγγελίαι, (Praeceptiones), 8, p.264 @scaife.perseus
    ὃ γὰρ ἂν μεθ’ ὅρκου ἐρέω, οὐδέποτε ἰητροῦ λογισμὸς φθονήσειεν ἂν ἑτέρῳ, ἀκιδνὸς γὰρ ἂν φανείη· ἀλλὰ μᾶλλόν οἱ ἀγχιστεύοντες ἀγοραίης ἐργασίης πρήσσουσι ταῦτα εὐμαρέως.
  2. (για φαγητό) άνοστος
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.85, @scaife.perseus.
    παῦροι γὰρ ἴσασιν
    ἀνθρώπων ὅτι φαῦλον ἔφυ καὶ ἀκιδνὸν ἔδεσμα.