ωχρατοξίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωχρατοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική ochratoxin < αρχαία ελληνική ὠχρός + τοξίνη (< γαλλική toxine < toxique < λατινική toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν, ουδέτερο του τοξικός < τόξον)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωχρατοξίνη θηλυκό
- μυκοτοξίνη που παράγεται από συγκεκριμένα είδη μυκήτων (π.χ. Aspergillus, Penicillium κ.ά.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχρατοξίνη