Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυκοτοξίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μυκοτοξίν
η
οι
μυκοτοξίν
ες
γενική
της
μυκοτοξίν
ης
των
μυκοτοξιν
ών
αιτιατική
τη
μυκοτοξίν
η
τις
μυκοτοξίν
ες
κλητική
μυκοτοξίν
η
μυκοτοξίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυκοτοξίνη
<
μύκητας
+
τοξίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυκοτοξίνη
θηλυκό
(
βιολογία
):
τοξίνη
που παράγεται από μύκητα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυκοτοξίνη